Η νοσταλγική αναπόληση της μαθητικής (γυμνασιακής, με την παλαιότερη δομή της μέσης εκπαίδευσης) ζωής του συγγραφέα, διεπόμενη και από τη διάθεση μιας μικροκοινωνιολογικής συγχρόνως θεώρησης, που εξασφαλίζει την αποτροπή μιας συναισθηματικής πλησμονής (συντείνουν σ' αυτό και οι στιγμές, πότε πότε, ενός χιούμορ, αυθόρμητης έκφρασης μιας θυμοσοφικής στάσης απέναντι στην ίδια τη μελαγχολία που υπολανθάνει σε κάθε αναπόληση), διαιρείται σε δεκαπέντε επιμέρους εξιστορήσεις (με αφορμή διάφορες εμπειρίες και περιστατικά στη διαδρομή ως το τέλος του σχολικού χρόνου), τις οποίες ο συγγραφέας ονομάζει διηγήματα. Το σύνολο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα πρωτότυπο (εφηβικό κατά βάση) μυθιστόρημα, που τα επιμέρους ενώνει η συγκινημένη ματιά του νοσταλγού.....
Ο κ. Νικηφόρου, χωρίς να υποβάλλει τις ιστορίες των διηγημάτων του σε εμφανείς μυθοποιητικές επεξεργασίες, δείχνει να ζει εντούτοις την ίδια την πραγματικότητα και μ'΄ένα τρόπο "μυθικό ", που είναι και η συνθήκη μια αποφόρτισης απ' το μεγάλο βάρος της καθημερινότητας (ας σημειωθεί ότι τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του συγγραφέα έπεσαν μέσα στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο και την κατοχή). Αυτό δεν σημαίνει πως το βάρος, και έτσι, δεν είναι οδυνηρό, απλώς είναι διαφορετικά οδυνηρό. Το πρώτο κομμάτι τελειώνει ως εξής : "αφήνεται στα δώδεκα του χρόνια κι ανοίγεται σε μια θάλασσα μεγάλη σαν ωκεανό. Μεγάλη σαν τον πόνο, σαν τα μυστήρια και τα θαύματα που ελλοχεύουν στη στροφή του δρόμου". Τα θαύματα και τα μυστήρια δεν ελλοχεύουν ανυπερθέτως στη στροφή του δρόμου, παρά μόνο αν και εσύ τα "κουβανείς μες στη ψυχή σου" ως προϋπόθεση και προδιάθεση τουλάχιστον, να δεις τα πράγματα, στη στροφή του δρόμου, και ως τέτοια...
Η διάθεση αυτή μεγεθύνεται, όταν πρόκειται για επιστροφή στην "πατρίδα"των παιδικών και των νεανικών σου χρόνων. Γι' αυτό κιόλας το βιβλίο τούτο του κ. Νικηφόρου ίσως είναι το καλύτερό του, αλλά κι ένα έξοχο βιβλίο καθ' εαυτό.
Μ. Γ. Μερακλής, Νόστος, περ. Η Λέξη, Νο. 161, γενάρης-φλεβάρης 2001