Η ποίηση του Τόλη Νικηφόρου χωρίς να έχει αποβάλει την πεζολογική της επένδυση, έχει ενδυναμώσει το νεύρο μιας ζωντανής φαντασίας που κατορθώνει, ξεπερνώντας τα όρια του πεζού και πεπερασμένου, να κατακτήσει πνευματικές και αισθητικές κεραίες, έτσι ώστε να αναρριχάται από φιλοσοφικές διόδους σε μια προβληματική, η οποία αναγκάζει σε γενική αναθεώρηση του περιγραφικού λόγου. Και έτσι ώστε, με μυστικές θαρρείς πνευματικές αναρριχήσεις, να υψώνεται και να επεκτείνεται σε χώρους υποθετικών φαντασιώσεων με τη δεξιότητα αθλητή που εκπλήσσει.
Εμβαθύνοντας μέσα στις διόδους των πνευματικών του αναζητήσεων το υλικό ενός λόγου πεζού επενδυμένου με τη χάρη της μουσικής, ο Νικηφόρου αιφνιδιάζει με το άνοιγμα του πνεύματος σε οάσεις αισθητικής καταξίωσης και έτσι ώστε να καταργείται στον λόγο του η υποτιθέμενη τελεία. Και άρα ο θάνατος ενός υλικού κόσμου, που η μεταφυσική του σκαρφαλώνει στις σκάλες της αιωνιότητας, γίνεται σταθερό στοιχείο μιας μουσικής πιο πολύ απεραντοσύνης, που ανεβαίνει τις σκάλες αυτές σαν υπεράνθρωπη και θεϊκή δύναμη, που πηγάζει από τη βαθύτερη ουσία της ψυχικής ανθρώπινης δυναμικής. Δίχως αυτή την αίσθηση ενός υπερτέλειου κόσμου, τα βήματα της ποίησης καταντούν μια Σισύφεια υποχώρηση και αποτυχία, μένοντας νεκρά.
Γι’ αυτό και το κέρδος αυτής της ποίησης είναι μέγα. Όσο τουλάχιστον επιτρέπει η κατάργηση του θανάτου ή η διαιώνιση μιας κλίμακας, όπου η ζωή μαζί με τις μνήμες λειτουργούν σαν άλλες σειρήνες. Σειρήνες που προκαλούν τα αφτιά των όντων ενός θιάσου, που επιμένει στη νίκη ενός λόγου και ενός στοιχείου αιωνιότητας και ακτινοβολεί σε κάθε φραστική προσπάθεια, δίχως να χάνει τη σύνδεσή της ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον.
Από την άποψη αυτή, θεωρώ τον Νικηφόρου ως ποιητή των μεγάλων εμπνεύσεων, που ξεκινούν από ένα φθαρτό κουκούτσι αισθητικής, προς την οποία έχει την τάση να κινείται ο λόγος και η ψυχή του ανίκητου ανθρώπου. Μια τέτοια καταξίωση του ποιητικού λόγου λίγοι ποιητές την κατόρθωσαν από τον Σεφέρη και πέρα.
Αυρήλιος Ευστρατιάδης, Ο πλοηγός του απείρου, ποιήματα 1966-2002, περ. Πανδώρα, τεύχ. 16, 11.2004-5.2005