Με επίγνωση βαδίζω (αποσπάσματα κριτικής)
... οι τέσσερις τελευταίες του συλλογές, αρχίζοντας από την Ουτοπία και συνεχίζοντας με το Χώμα στον ουρανό το 1998, το Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο το 1999 και την τελευταία Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται το 2002, αποτελούν μια ενιαία ποιητική παρέμβαση, ανεβάζουν κατά πολύ τις σταθερές της μέχρι τώρα δουλειάς του και τολμώ να ισχυριστώ πως αναδεικνύουν ουσιαστικά τον Νικηφόρου ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι, από το τελευταίο μέρος της Ουτοπίας και μετά, σε όλες τις επόμενες συλλογές, κάθε ποίημα είναι γραμμένο ως μία ενιαία παράγραφος χωρίς τη διάκριση των στίχων. Αυτή η καινοτομία στην ποιητική του Νικηφόρου μας εισάγει ταυτόχρονα σε έναν άλλο ποιητικό κόσμο, με διαφορετικά κυρίαρχα χαρακτηριστικά από την μέχρι τότε ποίησή του.
Καταρχάς, το πολιτικό σκηνικό έχει πια τελειώσει ... Ο ποιητής δεν έχει πια λέξεις για συντρόφους, επανάσταση, σφαίρες και τα τοιαύτα. Η επικέντρωσή του είναι σε συγκεκριμένα βασικά πρόσωπα : o πατέρας, η μητέρα ως σύμβολο της κοινής καταγωγής όλων μας ... η γυναίκα του και ο γιος του... Ο γεωγραφικός του τόπος, από την άλλη πλευρά, η γενέθλια Θεσσαλονίκη, αποτελεί εφαλτήριο τώρα για ένα απώτερο παρελθόν .., ενώ η Ιωνία και η Μαύρη Θάλασσα, πατρογονικές εστίες, μνημονεύονται με νοσταλγία...
Ωστόσο ο χώρος της ποίησής του βρίσκεται ήδη αλλού : στο απρόσιτο, στο όνειρο, στα μυστικά αρχεία του κόσμου, στο φως, στις άγριες γειτονιές του γαλαξία ή στις φωτεινές του κατακόμβες. Έτσι, κυρίαρχο ρόλο στις τέσσερις συλλογές του παίζουν το φως και το σκοτάδι και ενδιαμέσως χρώματα, ως σύμβολα και ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Επίσης κυρίαρχο ρόλο παίζουν η ανυπαρξία (το τίποτα) όπου όλοι θα καταλήξουν, τα παιδιά ως σύμβολο της αθωότητας, η απλή καθημερινή ζωή ως ενδιάμεσο στάδιο και τα «απλά λόγια» ως έκφραση...
Το φως είναι για τον Νικηφόρου τα πάντα : η έκφραση της ζωής, η κατάφαση της ζωής ... Οι συμβολισμοί των χρωμάτων παίζουν καθοριστικό ρόλο, ιδιαίτερα στην ύστερη ποίηση του Νικηφόρου.... Το ζήτημα όμως του φωτός και των χρωμάτων ως ιδιαίτερου συμβολισμού είναι πολύ μεγάλο, ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτής της παρουσίασης και αποτελεί θέμα ιδιαίτερης μελέτης.
Το ποίημα που συμπυκνώνει, νομίζω, την ποιητική του Νικηφόρου και αποδίδει, ως σύνοψη, το ποιητικό του έργο των τελευταίων χρόνων είναι το ακόλουθο :
προδομένες λέξεις
στις ίδιες λέξεις επανέρχομαι μονότονα
αυτές που έκαναν κουρέλι οι αιώνες
οι ίδιες λέξεις από μέσα μου αναβλύζουν
κόκκινο και βαθύ γαλάζιο, επανάσταση
αγάπη, όνειρο και θαύματα του κόσμου
χώμα στον ουρανό και μυστικά, ελευθερία
και πάνω απ’ όλα η πατρίδα που είναι φως
και πάνω απ’ όλα η ψυχή μου που είναι φως
στις ίδιες λέξεις επανέρχομαι μονότονα
στο αίμα μου και στο άγνωστο που είμαι
... μπορεί να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι ο Νικηφόρου αποτελεί μια ποιητική έκπληξη : τη στιγμή που οι περισσότεροι ποιητές σιγούν ύστερα από κάποια ηλικία, ο ίδιος παρουσιάζει ένα έργο που εξελίσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, έτσι που η κριτική περιμένει ανυπόμονα την επόμενη συλλογή του, που πάντα προσθέτει αντί να επαναλαμβάνει ή να είναι ποιητικά αδιάφορη. Ο υπογράφων περιλαμβάνεται στους αναγνώστες που αναμένουν να απολαύσουν τη ποίησή του και κρυφακούει από μακριά τα ακόρντα που παίζουν στην ποιητική κιθάρα τα δάχτυλα ενός ποιητή, ανυπομονώντας πότε θα αρχίσει πάλι να παίζει τις ολοκληρωμένες του συνθέσεις.
Γ. Καρατζόγλου, Ο πλοηγός του απείρου, ποιήματα 1966-2002, περ. Ποίηση, τεύχ. 24, φθινόπωρο – χειμώνας 2004