εκτύπωση

Η αυθορμησία, αν στα εικαστικά είναι συχνά εντυπωσιακή, στην ποίηση δεν αρκεί για να φτάσει ο ποιητής στην κατορθωμένη έκφραση. Απαιτούνται πολλές "ασκήσεις ευαισθησίας" ώστε "σαν ακόντιο να τιναχτεί η ψυχή, κατά τον στίχο του κ. Νικηφόρου, που ανιχνεύει, στη λιγο- σέλιδη συλλογή του, Ξένες χώρες (εκδόσεις Νέας Πορείας, 1991), "το ανέκφραστο μέσα στις λέξεις". Ο άλλοτε επαναστατημένος ποιητής, πλού- σιος τώρα από εμπειρίες, επιστρέφει στη γενέθλια γη, για να διαπιστώσει, "μέσα από θάλασσες δακρύων", τη "νοσταλγική του παραπλάνηση". Στο ποίημα, Ο πόνος της ματιάς που υπήρξε, διαβάζουμε την πικρή του εξομολόγηση :
....
δεν είναι αυτή η πόλη που με γέννησε
σ' άλλη διάσταση εκείνη ταξιδεύει
ακέραια με τα σκυθρωπά της μέγαρα
με τα τουρκόσπιτα και τα φτωχόσπιτα
με φύλακες τα κάστρα της και τους νεκρούς της
κι ένα βαρδάρη απ' την πηγή του χρόνου
να αλυχτά απροσκύνητος στα καλντερίμια της

δεν είναι αυτή η πόλη που με γέννησε
όσο κι αν καθρεφτίζεται στα παιδικά μου χρόνια
δεν είναι πια αρχαία
είναι γριά
.....
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που έχει τον τίτλο της, ο πόνος μετουσιώνεται σε καθαρή ποίηση χωρίς να απαιτεί καμιά φιλολογική μεσολάβηση για να γίνει η έκφραση του οικεία και διαυγής : "στα θαμπά μου μάτια" - θα προσθέσει - "ηχεί το σήμαντρο μιας παιδικής φωνής/ακούγεται ένα γέλιο κοντινό/ σαν γυναικεία δάχτυλα που ανιχνεύουν τη μουσική κάτω απ' το δέρμα". Και θα καταλήξει : "πέρασα από τον ύπνο σε δωμάτιο σκοτεινό /γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα".

Πιστεύω πως στην κριτική σημειωματογραφία, όπως γίνεται συνήθως, δεν αρκούν οι τυποποιημένες φιλολογικές εκτιμήσεις, χωρίς την παράθεση αποδεικτικών ή συγκριτικών στοιχείων. Η περίπτωση του κ. Νικηφόρου, είναι, ίσως, από τις πιο ενδιαφέρουσες στον χώρο της νεότερης ποιητικής γενιάς. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο ποιητής κατορθώνει να αγγίζει την τελική διάσταση του χρόνου". Παραθέτω το "Λάλον 'Υδωρ", από τα καλύτερα της συλλογής :
τώρα που η πηγή έχει στερέψει μέσα μου
στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου
και μελετώ τον ύπνο σου
μετράω πολλές φορές τα δάχτυλά σου
τις φανερές και τις κρυφές ελιές στο σώμα σου
εισπνέω το χνώτο σου
αποκρυπτογραφώ τα μυστικά που διαγράφουν
οι ανεπαίσθητες κινήσεις των χειλιών σου

είσαι τόσο μικρός
όσο ο πιο μεγάλος σοφός του κόσμου

γνωρίζω πάλι πώς και γιατί
φύλλο το φύλλο απόρθητη
στην έρημο η όαση θα φυτρώσει
Μνημονεύω ακόμα δύο ποιήματα, την "Καταγωγή" και "Ούτε ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό σου, που αναφέρονται, το πρώτο στον χαμό του πατέρα και το δεύτερο στην αποδημία της μητέρας που τώρα "λείπει το φως απ' τα γαλάζια μάτια της"και τ' όνομα του ποιητή στα δικά της χείλη.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής του κ. Νικηφόρου κλείνει με έναν αισιόδοξο οραματισμό : "σαν ήλιοι θ' ανατείλουν κάποτε/ τα ωραία μάτια των νεκρών μας" ή "εκείνος που ονομάσαμε θεό/πρώτη φορά το πρόσωπό του φανερώνοντας/πάνω απ' τις ψάθινες καρέκλες/ ν'ανθίσουν τα μπαλκόνια και τα σύννεφα/ να σπάσουν στα σοκάκια οι στάμνες/ να πλημμυρίσει ο χώρος μουσική ", τότε "θεός και άνθρωποι θα εξισωθούν στο φώς".

Στ. Γεράνης, Ξένες χώρες, περ. Νέα Εστία, τεύχ. 1545, 15.11.1991