πέταγμα προς το επέκεινα
Ο "πλοηγός του απείρου" είναι το ενδέκατο βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου, που έρχεται να προστεθεί στη μακρά και γόνιμη θητεία του στα γράμματα, καθώς συμπληρώνει πλέον είκοσι χρόνια συνεχούς δημιουργίας και προσφοράς.
Ο "πλοηγός του απείρου" είναι ένας φιλοσοφικός μονόλογος, που επιβεβαιώνει τις προτάσεις του δημιουργού, καθώς διατυπώνεται εσωτερικά, κάτω από μια καθολική ενόραση των επέκεινα γεγονότων. Ο ποιητής εγκαταλείπει πλέον την επίγεια πραγματικότητα και απογειώνεται προς την υφή του ονείρου. Η θεματογραφία του συντήκεται σε μια ασυναίσθητη μεταστοιχείωση των κεντρικών της κυττάρων και από τη διαδικασία της μεταβολής αυτής ξεπροβάλλει το τελευταίο υπόστρωμα, η ιδέα και η έννοια του θανάτου, που είναι και το βασικότερο θέμα της λογοτεχνίας σε όλες τις εποχές.
Ο ποιητής, με το αδιατάρακτο ύφος της κοσμικής γαλήνης, ανιχνεύει τη διαφάνεια του χρόνου, προσεγγίζει την πηγή της αδιάφθορης ύλης και αποκρυσταλλώνειι σε μαγικές εικόνες τη μυστική φλέβα του ακαταμέτρητου. Η διαδικασία μοιάζει με μυστικιστικές απόπειρες εσχατολογικών συλλογισμών. Μέσα όμως από την ποιητική διήθηση των λέξεων κάθε εννοιολογική αναφορά προσλαμβάνει μια λυρική έπαρσηκαι καταξιώνεται αισθητικά.
Τα ποιήματα της συλλογής έρχονται σαν αθόρυβοι παφλασμοί γεμάτοι από την αγωνία του κωπηλάτη, καθώς το κουπί αγγίζει τις τελευταίες όχθες, στις εκβολές του ποταμού. Το ταξίδι φθάνει στο τέλος, ανα-καλούνται οι κατακτημένες εμπειρίες και αρχίζει η ενατένιση των μακρινών κυμάτων του ωκεανού.
Ο ποιητής, υπερβαίνοντας τα εφήμερα κλειδιά, κρούει τη μυστική ώρα και θρυμμματίζει το πρόσωπό του. Χωρίς δισταγμό και με ακράδαντη πεποίθηση του τελικού προορισμού, πορεύεται από τον εφήμερο πόνο στο άπειρο δέος. Από την ορατή οδύνη στην αόριστη προοπτική της ανυπαρξίας. Η δύναμη των τραγικών αυτών αντιθέσεων μέσα στη γενική περιπέτεια του όντος, τροφοδοτεί και με ομόλογη δύναμη τις συναφείς εκπυρσοκροτήσεις του ποιητικού λόγου. Γιατί τα φαινόμενα της ζωής εξαπατούν με την επίφαση τους και καθιστούν ασύλληπτο το αδιόρατο πέρασμα της μαγικής ύλης, του σώματος που καταυγάζει την ενδότερη φλόγα της ζωής και δίνει το έναυσμα για την εξύμνηση της άρθαρτης ομορφιάς. 'Ετσι, μόνο οι εμπειρίες της τρομερής και αράγιστης τελευταίας ώρας επιτυγχάνουν τη διαφάνεια των φαινομένων και την έσχατη ανάλυση τους.
Η τελευταία ώρα ή, ακόμα, και η προϊούσα αίσθηση της κυριεύει το ποίημα κάνοντάς το κοινωνό ενός οικείου θανάτου μέσα από την κατανυκτική συγκατάβαση της ολοσχερούς καταστροφής. Η αποδοχή της απο-κάλυψης αυτής στηρίζεται στην πεποίθηση του ποιητή ότι όλα αποτελούν ταυτόσημες φάσεις μιας αέναης επανάληψης. Η ύλη αλλάζει μορφές κουβα-λώντας την ίδια εσωτερική της ταυτότητα. Το πνεύμα μεταλαμπαδεύεται μέσα από μια ατέρμονη πορεία γνώσης και εξαγνισμού.
η πέτρα κρύβει μέσα της
το άγαλμα ή ένα σπίτι
κάθε στιγμή μπορεί το ξύλο
ένα παιχνίδι να γεννήσει ή τη φωτιά
μέσα στη λάσπη
ήδη ανθίζει το πιο μεθυστικό λουλούδι
ένα μεγάλο κόκκινο πουλί
σκίζει σαν αστραπή τον ουρανό
Αλλά, ερευνώντας τη φύση της μεγάλης απορίας, τη σκοτεινή υφή του αγνώστου, ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου δεν αποκόπτεται εντελώς από την κατασταλαγμένη πίκρα της εφημερότητας και το χθόνια παράπονο της καθημερινής ζωής. Είναι η πηγή που αναβλύζει το νάμα του καθαρμού, γι' αυτό και γυρίζει και παίρνει φως, δυναμώνοντας τη φλόγα της μοναξιάς του και φιλοσοφημένα αποφαίνεται "οι νεκροί δεν γνωρίζουν τον θάνατό τους" ή "να φοβάσαι την πικρή γεύση της μοναξιάς/και το ανεξερεύνητο φάσμα της αλήθειας". Εκεί βρίσκεται ο μεγάλος πόνος που τρέφει τα φτερά για τη μεγάλη πορεία και πέταγμα προς το επέκεινα. Κι ακόμα, εκεί βρίσκεται η απόκρυφη στιγμή της τρυφερότητας, οριζόμενη από ένα αιώνιο παρόν, ένα αστείρευτο λίμνασμα του χρόνου που καλεί τους εκλεκτούς να δρέψουν. Πρόκειται για τις πιο εξαίσιες ποιητικές στιγμές του Τόλη Νικηφόρου, που αξίζει να χαρούμε ένα μικρό απόσπασμα.
το κρύο μπαίνει απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει το μαυροπούλι με το ράμφος του
και το αχνό διάγραμμα τριών σπιτιών
μπαίνει μια λυγερή αφρικάνα
με τις αυθάδικες γροθιές για στήθια
μπαίνουνε γλάστρες κίτρινες πορτοκαλιές
ρούχα που κυματίζουν στο σχοινί
κάποιος που πίνει απέναντι καφέ
σκυφτός και μόνος
το κρύο μπαίνει γκρίζο απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει σκυφτό και μόνο
η μουσική ακούγεται
σαν νάναι λάθος οι στροφές του δίσκου
Αλλά η οπτασιακή εικονοποιία, η αλλόκοτη μουσική που λανθάνει μέσα στη συγκεχυμένη ακοή, οφείλεται στην εξαϋλωτική διάθεση του πόνου, στο διαλύον φως που εισχωρεί και διασπά φασματικά την πραγματικότητα, αυτό το παλιρροιακό κύμα της άλλης αίσθησης που αποκαλύπτει τη φύση της άυλης ομορφιάς, στη μέθεξη της οποίας καταξιώθηκε ποιητικά ο Τόλης Νικηφόρου.
Ηλίας Κεφάλας, Ο πλοηγός του απείρου, περ. Διαβάζω, τεύχ. 178, Νοε. 1987