ποιητής
από μικρός διδάχτηκε
εκείνες τις σκληρές
τις ιδρωμένες λέξεις
και στα ογδόντα εφτά του χρόνια
με τα ξερά του δάχτυλα
και την πλημμυρισμένη του καρδιά
στο χώμα ο γέρος έγραφε τον ουρανό
κάτσε, του είπαν, ξεκουράσου
πού βρίσκεις τόση δύναμη
να βγαίνεις κάθε μέρα στο χωράφι
για λίγο σήκωσε πέρα μακριά
τα ήμερά του μάτια
αν δεν τσαπίσω θα πεθάνω
είπε απλά