εκτύπωση κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά, και κάτω απ'τις κραυγές των γλάρων το ωδείο. στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα, κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας. κάποτε φάνηκες, κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ, κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες. στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις κι ύστερα έφυγες. κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις, τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου. μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ, κάπου έξι μήνες πι ο μικρή από μένα, πηγαίνεις στο παλιό ωδείο, σε λεν Σιμόνη, κι αγαπιόμαστε τρελά